πολυτελοῦς

πολυτελοῦς
πολυτελής
very expensive
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • мъногоцѣньныи — (89) пр. 1.Драгоценный; дорогостоящий: Козьлины бо томѹ бѣахѹть ˫ако многоцѣньна˫а и свѣтьла˫а одежа. ЖФП XII, 62а; О блажена˫а ѹбо гроба приимъши телеси ваю чьстьнѣи акы съкровище мъногоцѣньно. СкБГ XII, 17б; и въ ризѹ одѣшасѧ многоцѣньнѹ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • мъногочьстьныи — (2*) пр. Достойный глубокого уважения, почтенный: да всегда тѣмъ г҃лю велiкославни ѥсте. многоч(с)тьнии преч(с)тнии. страдалци свершении. (πολυγέραστοι) ФСт XIV, 49в; вѣтвi же подъимаху. и стланье ризное многоцвѣтнымь и различнымь. предъмѣтаемымъ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • AROMATICA — Populo donata, apud Ael. Spartian. in Adriano Caes. c. 19. Romae post coeter as immensissimas voluptates, in honorem socrûs suae, aromatica, populo donavit. Nempe Parentaliorum die siebat in plebem divisio secierum variarum, ut vini, olei, aut… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • διβικίτσιν — και διφιγκίτσιν, το (Μ) είδος πολυτελούς αυτοκρατορικού φορέματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < διβίκιν + (κατάλ.) ίτσιν] …   Dictionary of Greek

  • εμβάς — η (Α ἐμβάς) νεοελλ. 1. ελαφρό υπόδημα από ύφασμα ή δέρμα για να φοριέται μέσα στο σπίτι, παντόφλα 2. παπούτσι από πίλημα ή ύφασμα που φορούν σε τόπους με εύφλεκτες ύλες αρχ. 1. χαμηλό παπούτσι από πίλημα που έδενε με λουριά, είδος παντόφλας 2.… …   Dictionary of Greek

  • καπχάς — και καμπουχάς και καμουχάς, ὁ είδος πολυτελούς υφάσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. καμουχάς] …   Dictionary of Greek

  • κομμωτής — ο, θηλ. κομμώτρια (AM κομμωτής θηλ. κομμώτρια) [κομμώ (II)] αυτός που κόβει, χτενίζει και περιποιείται τα μαλλιά αρχ. καλλωπιστής (α. «τῷ τῆς δεσποίνης κομμωτῇ», Λουκιαν. β. «καὶ πῶλοι συνίτωσαν ὥσπερ γυναικὸς πολυτελοῡς τῆς τραγῳδίας κομμωταί»,… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • λώρος — ο (AM λῶρος) δερμάτινο λουρί, ταινία, λουρίδα, ιμάντας νεοελλ. ιατρ. το σύνολο τών στοιχείων με τα οποία συνδέεται το έμβρυο με τον πλακούντα, αλλ. ομφάλιος λώρος μσν. 1. είδος αψίδας 2. χρυσή επωμίδα 3. λουριδωτός επενδύτης τών αυτοκρατόρων και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”